- προσοικισθεῖσα
- προσοικίζωfound nearaor part pass fem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσοικίζω — Α [οἰκίζω] 1. (σχετικά με ναό) ανεγείρω προκειμένου να εξυπηρετήσω έναν συγκεκριμένο σκοπό 2. παθ. προσοικίζομαι α) ιδρύομαι, κτίζομαι κοντά σε έναν τόπο («ἡ μέν... ἀρχαία πόλις μικρὰ νῆσός τις ἐστιν ἡ δ ὕστερον προσοικισθεῑσα», Διόδ.) β) (για… … Dictionary of Greek